-
1 φτιαγμένος
yapma, yapılmış -
2 изразцовый
израз||цовыйприл καμωμένος, φτιαγμένος μέ πλακάκια. -
3 искусный
иску́сн||ыйприл ἐπιδέξιος, Ικανός (о человеке)/ φτιαγμένος μέ τέχνη (о работе и т. п.). -
4 невзрачяый
невзрачя||ыйприл ἀσχημος, κακο-φτιαγμένος:\невзрачяыйая фигура τό ἄσχημο παρουσιαστικό. -
5 суровый
суров||ый Iприл1. (твердый, непреклонный) αὐστηρός:\суровыйое лицо́ τό αὐστηρό πρόσωπο· \суровый тон τό αὐστηρό ὕφος· \суровый приговор ἡ αὐστηρή καταδίκη· \суровыйая дисциплина ἡ αὐστηρή πειθαρχία·2. (тяжелый, полный трудностей) τραχύς, βαρύς:\суровыйая жизнь ἡ τραχεία (или ἡ βαρειά) ζωή· \суровыйая борьба ὁ τραχύς ἀγώνας·3. (о климате, крае и т. п.) τραχύς, δριμύς.суров||ый IIприл (небеленый) χοντρο-φτιαγμένος, ἀλεύκαστος:\суровыйое полотно́ τό χοντρόπανο· \суровыйая парусина τό καρα-βόπανο· \суровыйые нитки τό χοντροφτιαγμένο νήμα. -
6 τέχνη
η1) профессия; ремесло; 2) искусство;η Ακαδημία των καλών τέχνων — Академия Художеств;
εφαρμοσμένες τέχνες — прикладное искусство;
είκαστικές (καλές) τέχνες — изобразительные (изящные) искусства;
έργο τέχνης — произведение искусства;
3) умение, искусность, мастерство; техника;τέχνη του σκακιού — техника шахматной игры;
με μεγάλη τέχνη — с большим искусством;
με τέχνη — а) умело, ловко; — б) обманным путём;
κατέχω την τέχνη να... — владеть искусством чего-л.;
φτιαγμένος με τέχνη — искусный (о работе и т. п.);
§ γι' αγάπη της τέχνης — из любви к искусству;
με όλους τούς κανόνες της τέχνης — по всем правилам искусства
-
7 basket
1. noun(a container made of strips of wood, rushes etc woven together: She carried a large basket.) καλάθι2. adjectivea basketball court.) σχετικός με το μπάσκετ- basketry- basketwork 3. adjectivea basketwork chair.) φτιαγμένος με καλαθοπλεκτική -
8 home-made
adjective (made by a person at home; not professionally made: home-made jam; home-made furniture.) σπιτικός,φτιαγμένος στο σπίτι -
9 made to measure
(of clothing) made to fit the measurements of a particular person: Was your jacket made to measure?; (also adjective) (a made-to-measure suit.) (φτιαγμένος επί)παραγγελία -
10 made to order
(made when and how a customer wishes: curtains made to order.) (φτιαγμένος)επί/κάτα παραγγελία -
11 tailor-made
1) ((especially of women's clothes) made by a tailor to fit a person exactly.) φτιαγμένος παραγγελία, ραμμένος2) (very well suited or adapted for some purpose: His new job seems tailor-made for him.) κομμένος και ραμμένος στα μέτρα του -
12 сдобный
[ζντόμπνυΤ] εκ. φτιαγμένος με βούτυρο (για γλυκό) -
13 сдобный
[ζντόμπνυΤ] επ φτιαγμένος με βούτυρο (για γλυκό) -
14 домодельный
επ.σπιτικός, σπιτίσιος, φτιαγμένος στο σπίτι, χειροποίητος. -
15 кокильный
επ.της κελύφης• φτιαγμένος με κελύφη. -
16 непокладистый
επ., βρ: -диет, -а, -о.1. αδιάλλακτος, ανένδοτος ισχυρογνώμονας.2. παλ. άγαρμπος, ακανόνιστος, κακό φτιαγμένος. -
17 рубленый
επ.κομμένος, κοφτός•-ое мясо κομμένο κρέας.
|| φτιαγμένος με ξυλεία.(για ίζμπα). -
18 слоёный
επ.φτιαγμένος κατά στρώματα•слоёныйое тсто ζυμάρι κατά στρώματα. -
19 сложённый
επ., βρ: -жн, -жена, -женоκαμωμένος, φτιαγμένος (για σώμα). -
20 шаблонный
επ., βρ: -лонен, -лонна, -лонно1. του ιχναρίου κλπ. ουσ.(φτιαγμένος) με ιχνάρι, με τύπο κλπ. ουσ. -ые изделия είδη (φτιαγμένα) με ιχνάρι (τύπο).2. μτφ. στερεότυπος, -πικός, μονότονος• κοινοτοπ ικός,τε-τρ ιμμένος.
См. также в других словарях:
φτιαγμένος — η, ο μτχ. παθ. πρκ. του φτιάνω (βλ. λ.). 1. τεχνητός, μη φυσικός, νοθεμένος: Φτιαγμένο κρασί. 2. πιωμένος, μεθυσμένος: Γύρισαν φτιαγμένοι απ την ταβέρνα. 3. ως ουσ., τοξικομανής που βρίσκεται σε κατάσταση νάρκωσης ή αποχαύνωσης από την επήρεια… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σανιδένιος, -ια, -ιο — φτιαγμένος από σανίδες: Σανιδένια σκεπή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σεντεφένιος, -ια, -ιο — φτιαγμένος από σεντέφι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άκτινος — ἄκτινος, ίνη, ον (Α) [ἀκτῆ ΙΙΙ] φτιαγμένος από ξύλο ακτής (βλ. ακτή ΙΙΙ), κουφοξυλιάς … Dictionary of Greek
αγριέλαιος — ἀγριέλαιος, ον (Α) [ἀγριελαία] 1. ο σχετικός με την αγριελιά ή αυτός που είναι φτιαγμένος από ξύλο αγριελιάς 2. (το θηλ. ως ουσιαστικό) ἡ ἀγριέλαιος α) η αγριελιά β) (Εκκλ.) μεταφορικά, ο μη χριστιανός, ο ειδωλολάτρης: «ἡ ἀγριέλαιος… … Dictionary of Greek
αγριελάινος — ἀγριελάινος, ον (Α) [ἀγριελαία] αυτός που είναι φτιαγμένος από ξύλο αγριελιάς … Dictionary of Greek
αγριελήσιος — και αγρελήσιος και αγριλήσιος, ια, ιο αυτός που προέρχεται ή που είναι φτιαγμένος από άγρια ελιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγριελιά + παραγ. κατάληξη ήσιος] … Dictionary of Greek
ακάνθινος — η, ο και αγκάθινος, η, ο (Α ἀκάνθινος, ίνη, ον) [ἄκανθα] φτιαγμένος με αγκάθια «ακάνθινο στεφάνι», «πλέξαντες ἀκάνθινον στέφανον» αρχ. 1. κατασκευασμένος από την αιγυπτιακή «ἄκανθα» (είτε από το ξύλο τού δέντρου είτε από το εσωτερικό τού φλοιού)… … Dictionary of Greek
αλεύρινος — η, ο (Α ἀλεύρινος, ον) [ἄλευρον] ο φτιαγμένος από αλεύρι, αλευρένιος … Dictionary of Greek
ανεπιτέχνητος — ἀνεπιτέχνητος, ον (Α) ο φτιαγμένος χωρίς σχέδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + επιτεχνητός «ο κατασκευασμένος με τέχνη» < επιτεχνωμαι] … Dictionary of Greek
αποίητος — ἀποίητος, ον (AM) 1. αυτός που δεν έχει ποιηθεί, δεν έχει γίνει 2. (για τον Θεό) εκείνος που δεν έχει δημιουργηθεί από άλλον μσν. (για γη, αγρό) ακατάλληλος για κάποια καλλιέργεια αρχ. 1. όποιος δεν είναι δυνατόν να γίνει 2. ο πρόχειρα φτιαγμένος … Dictionary of Greek